ΤΑ «ΜΠΑΖΑ»


Γράφει : ο Μιχάλης Τζανάκης*

Αν και συνήθως θέλω να βλέπω την επικαιρότητα με ευτράπελη διάθεση, ίσως σαν είδος άμυνας απέναντι σ αυτό το «αίσχος», επιτρέψτε μου το σημερινό κείμενο να κινηθεί περισσότερο «ευθεία» και να επιστρατεύσω αποκλειστικά την αίσθηση μου απέναντι σ όλον αυτόν τον ορυμαγδό που ζούμε. Δεν ξέρω αν και κατά πόσο λαμβάνουν υπόψη οι «εκπρόσωποι» του λαού, όσα γράφονται ή λέγονται δημόσια ή ιδιωτικά, αλλά τούτον τον καιρό έχω ένα μεγάλο φόβο.

Ο φόβος αυτός προκύπτει από τον παρατεταμένο βιασμό (χωρίς εισαγωγικά), που υφίσταται ο ελληνικός λαός και η ελληνική κοινωνία στο σύνολο της. Με τρόπο που θα ζήλευε ο πιο διεστραμμένος ανώμαλος βιαστής, οι υποτιθέμενοι εκλεγμένοι ταγοί με τρόπο σχιζοφρενικά σαδιστικό διαλύουν, αποσυνθέτουν, βιάζουν κατ εξακολούθηση, όπως και όσο μπορούν το σύνολο της κοινωνίας. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά εντελώς ξεδιάντροπα θέλουν με «γκεμπελικές» μεθόδους να καταστήσουν συνένοχο το «θύμα» και να το εξισώσουν με το «θύτη». Ως ένα βαθμό οι «λαγοί» σε ρόλο Γκέμπελς καλά το πήγαν. Εξύβρισαν,αγανάκτησαν, κατήγγειλαν, γενικά προετοίμασαν καλά το έδαφος για την επερχόμενη λαίλαπα.

Ουδείς σώφρων άνθρωπος κατανοεί που το πάνε και τι ακριβώς θέλουν να πετύχουν. Τα επιχειρήματα είναι το εξής ένα. Ή σας βιάζουμε με τη συναίνεση σας, ή σας παραδίδουμε στο βιαστή. Δεν εξηγεί κανείς σε κανένα με ποιο δικαίωμα στερούν σε μια οικογένεια έντιμων και νομοταγών ελλήνων να σπουδάσει ένα παιδί, με ποιο δικαίωμα στερούν
από ένα συνταξιούχο να πάρει τα φάρμακα του, με ποιο δικαίωμα τρομοκρατούν όλες τις κοινωνικές, επαγγελματικές και ηλικιακές τάξεις. Το «άλλοθι» της νομιμοποίησης της εντολής του 2009 είναι όχι σαθρό, αλλά απολύτως «ύποπτο» να το επικαλείται κάποιος,γιατί υπάρχει και η επιστήμη της Ιστορίας που το αμφισβητεί.

Αυτοί οι βιαστές εκμεταλλεύτηκαν όλα τα «ελαττώματα» μιας γενιάς ελλήνων που οι ίδιοι καλλιέργησαν και ανέδειξαν για να δικαιολογήσουν την ανικανότητα τους (ή τη δολιότητα τους άραγε); Οι «κοπρίτες», βέβαια, ή οι «αντιπαραγωγικοί» ή οι διεφθαρμένοι ή όλοι εκείνοι που στοχοποιήθηκαν δεν είναι τίποτα άλλο παρά η πελατεία τους. Όλοι εκείνοι οι «πρασινοφρουροί» ή οι «γαλαζο-τέτοιοι», που απολάμβαναν τα μικρά ή μεγάλα προνόμια (μερικοί είναι αλήθεια ότι έκαναν «χρυσές» δουλειές) της διεφθαρμένης όντως εξουσίας τους.

 Κάποιοι καλλιέργησαν τις παθογένειες, τον τύπο που τους «λιβάνιζε» και κατασκεύαζε τους «χαρισματικούς» και τους «δημοκράτες», το γλοιώδη συνδικαλισμό που προετοίμαζε τις επόμενες γενιές βουλευτών, υπουργών, δημάρχων, πολιτευτών,τις καταλήψεις στα σχολεία, τις «μαϊμού» επιδοτήσεις, τις επενδύσεις «φαντάσματα»,τις παντοειδείς «φούσκες», τον απόλυτο λαΪκισμό σ όλες τις εκφάνσεις του πολιτικού,οικονομικού και πολιτιστικού μας βίου.

Ο εκμαυλισμός της ελληνικής κοινωνίας συντηρήθηκε και ενισχύθηκε συστηματικά από όλους τους «πιστούς» υπηρέτες της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, που πήραν «κατ αποκοπή» την εργολαβία του σύγχρονου εκδημοκρατισμού μας. Πολλοί απ τους «εργολάβους» της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας σήμερα γράφουν, ακατάπαυστα,βιβλία, για να καταγγείλουν τα τότε «αφεντικά» τους, ώστε ν αποκαταστήσουν δήθεν, την υστεροφημία τους. Διαβάζουμε απίστευτα πράγματα για τους πάλαι ποτέ «χαρισματικούς» , για τους «φιλελεύθερους» , τους «εκσυγχρονιστές» και πάει λέγοντας.

Δυστυχώς όλοι αυτοί οι «διανοούμενοι» είναι εξ ίσου θλιβεροί, όσο και
τα «πρώην» αφεντικά τους. Υπηρέτησαν πρόθυμα και ιδιοτελώς νοσηρές πολιτικές κι έρχονται σήμερα στο «εξομολογητήριο» για άφεση των αμαρτιών τους. Διαβάζω ακόμα κάποιες επιφυλλίδες σε «σοβαρά» κυριακάτικα φύλλα και θλίβομαι πραγματικά για όλους αυτούς, τους κατά τα άλλα «φωτισμένους» ανθρώπους. Στον ίδιο μύλο έριχναν και ρίχνουν νερό με τους πρώην κομματικούς προϊσταμένους τους.

Και κάπου εδώ όλοι αυτοί οι απίθανοι «τύποι» περνάνε απ τον εκβιασμό στον ωμό βιασμό. Διαλύουν ότι είχαν φτιάξει οι ΕΝΤΙΜΟΙ Έλληνες που είναι η συντριπτική πλειοψηφία, (Πάγκαλε και Λοβέρδε),γκρεμίζουν με αισχρή ιταμότητα τους κόπους και τις θυσίες μιας ζωής. Τα καφενεία είναι γεμάτα σκυθρωπούς γέροντες, οι σχολικές τάξεις με αγχωμένα και βαριεστημένα παιδιά,τα πανεπιστήμια με οργισμένους νέους, τα μαγαζιά με καταστραμμένους εμπόρους, οι υπηρεσίες με εξευτελισμένους και απαξιωμένους υπαλλήλους. Τα ένθετα των εφημερίδωνδιαφημίζουν θέσεις εργασίας στη…Νέα Ζηλανδία (το «έθνος» είχε τη συγκεκριμένη παρουσίαση), οι δρόμοι στο κέντρο της πόλης είναι άδειοι, η απαισιοδοξία κι η απόγνωση διάχυτη παντού.

Όσοι Έλληνες ταξιδεύουν για οποιοδήποτε λόγο στο εξωτερικό γίνονται δέκτες δηκτικών σχολίων φέρνοντας μας σε δύσκολη θέση, αφού δεν ξέρεις με ποιον να τα βάλεις. Με τους κυνικούς ευρωπαίους, που ιστορικά έχουν πατήσει επί πτωμάτων για να παριστάνουν σήμερα τους τιμητές του παγκόσμιου πολιτισμού, ή τους ανεπαρκέστατους (ή δόλιους)«δικούς» μας πολιτικούς που είναι οι ηθικοί αυτουργοί αυτής της έρπουσας χλεύης;

Το «κλασικό» πλέον ερώτημα «και τώρα τι γίνεται;», μόνιμα συνοδεύει τον καταγγελτικό και απολύτως λογικά οργισμένο λόγο μας. Ίσως το ίδιο αυτό ερώτημα να τίθεται προβοκατόρικα, ώστε να εκθέτει τους δικαίως οργισμένους και καταγγέλοντες. Προφανώς μεταξύ «καταγγελίας», «οργής» και «πρότασης» υπάρχει ένα ενδιάμεσο στάδιο που είναι
η εξαφάνιση όλων όσων μας ενέπλεξαν σ όλη αυτή τη δίνη. Τρομάζω στην ιδέα να έρθουν τα ίδια πρόσωπα, με παραλλαγμένο αλλά σταθερά «ξύλινο» λόγο να μας ξαναπουλήσουν φούμαρα. Επειδή ο χρόνος τρέχει και ίσως, λίαν προσεχώς, πρέπει να κληθούμε (αλήθεια  θα γίνει ή θα χουμε παρατεταμένη διακυβέρνηση «σωτήρων»), να επιλέξουμε τη νομοθετική και έκτελεστική εξουσία, είμαι περίεργος να δω ποιοι θα έχουν το θάρρος
(ή μήπως το θράσος;) να οργανώσουν τα προεκλογικά πάρτυ και ποιοι από μας θα κραδαίνουν τα πλαστικά σημαιάκια αγορασμένα με δάνεια εκατοντάδων εκατομμυρίων,για ν αποθεώσουν τους περιοδεύοντες κομματικούς θιάσους, που θα (τολμήσουν;) να δώσουν νέες παραστάσεις.

Για την ώρα αυτό που προέχει πριν το «χτίσιμο» είναι το «γκρέμισμα». Για να χτίσεις κάτι σ ένα χώρο ερειπίων, σ ένα βούρκο λυμάτων πρέπει πρώτα να το γκρεμίσεις συθέμελα, να το καθαρίσεις και να βάλεις γερά τα θεμέλια του καινούριου, που θέλεις να φτιάξεις. Πρώτα πρέπει να φύγουν τα «μπάζα» και μετά να μεταφερθούν τα νέα «υλικά».

.

*ο Μιχάλης Τζανάκης είναι φιλόλογος

2 Σχόλια to “ΤΑ «ΜΠΑΖΑ»”

  1. ΤΑ «ΜΠΑΖΑ» « 1greek Says:

    […] by Siglitiki στο https://tonoikaipnevmata.wordpress.com Διέδωσε τοPrintEmailLike this:LikeBe the first to like this post. […]

  2. Εμμανουήλ Σαρίδης Says:

    Αποφεύγω να γράφω σχόλια σε δημοσιεύματα, γιατί, όπως στην προκειμένη περίπτωση, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να αντιδρασεις με κάποιο «πέστα Χρυσόστομε» ή να ανεβάσεις τον τόνο της αγανάκτησης κατα κάποιες μονάδες Γιατί αγανάκτηση στην Ελλάδα υπάρχει σήμερα μπόλικη. Το κάνω εδώ απο συναδελφική αλληλεγγύη στον συμπαθή συγγραφέα και τον ακούραστο Λακαιδέμονα. Και να γιατί. Πρώτα είναι αυτές οι «γκαιμπελικές μέθοδοι» που αναφέρει ο Μιχάλης Τζανάκης (και όχι μόνο αυτός), που τις θεωρώ σαν έναν άδικο στιγματισμό της Γερμανίας και γνωρίζω ότι έχουν μια ύποπτη προέλευση. Δεν έκανε μόνο ο Γκαίμπελς προπαγάνδα, οι άλλοι, οι Δυτικοί, την κάναν ακόμη τότε, πολύ πιο πονηρά, πιο sophisticated (κάναν τους Εβραίους σαπούνι! δεν λεγανε;), έμας όμως οι περι ου ο λόγος πονηροί μας κολλήσανε στον Γκαίμπελς. Και στα κρεματόρια της τότε Γερμανίας, για να μην βλέπουμε την εξολόθρευση των Παλαιστινίων ή τις δολοφονίες εκατοντάδων χιλιάδων Βιετναμέζων, Ιρακινών, Λιβύων, Σέρβων κ.λπ. Και να θεωρούμε γκαιμπελική όχι την προπαγάνδα που δικαιολογεί πολέμους όπως στην Λιβύη ή τις αναστατώσεις και τα κινήματα «εκδημοκρατισμού» της Συρίας ή του Ιράν, αλλά τις αντιδράσεις του Ασσανττ ή του Αχμαντινετζάτ.
    Φίλε Τζανάκη, με ενοχλεί επίσης ο θρήνος και ο οδυρμός για τους εντιμους Έλληνες που τώρα δεινοπαθούν, αυτούς που αντι να πάνε να δουλέψουν κάπου, έστω επιστρέφοντας στο ωραίο χωριό τους, καναν το πάν για να προσληφθούν στο παρασιτικό κράτος, που κάθε λογικός άνθρωπος έβλεπε ότι έτσι, με τα δάνεια, δεν βγαίνει, ότι δεν γίνεται ένας πολίτης που δεν παράγει τιποτε να έχει δύο-τρία σπίτια κι’ αλλα τόσα αυτοκίνητα. Όταν κατέβαινα με την φίλη μου στην Ελλάδα για διακοπές, δεν μπορούσα να της εξηγήσω πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν τόσα καταστήματα (ακριβών) κοσμημάτων ακόμη και στο τελευταίο χωρίο, δεν είναι δυνατόν έλεγε. Και έιχε δίκαιο. Αν τώρα όλοι αυτοί που κλαίγονται στερηθούν κάτι απο τις συνήθειες τους (μάστορα, φέρε μας και αυτό, και εκείνο, και το άλλο και το παράλλο, ενώ εμείς τρώγαμε έναν μουσακά και μια χωριάτικη). Το ότι όλοι αυτοί τώρα χρειάζονται φάρμακα για τις χολεστερήνες και τις καρδιές τους, που τα πληρώνει μέχρι τώρα το κράτος αυγατίζοντας τα χρέη του, ε, γι’ αυτό δεν φταίει ο Γκαίμπελς. Θα μπορούσα να συνεχίσω, αλλά σταματώ. Λέγοντας μόνο, ότι το πρόβλημα δεν είναι το φαί ή το ταξίδι, αλλά το συνειδητό του Έλληνα, που πρέπει ν’ αλλάξει. Και αν πούμε, ότι έτσι τον μαθανε, πάλι λάθος είμαστε. Γιατί στην Δημοκρατία ο συνειδητοποιημένμος πολίτης καθορίζει την πλευση της κυβέρνησης. Δεν βγάζει τον απατεώνα Geoffrey, γιατι είπε «λεφτα υπάρχουν». Αυτός ήξερε τι έλεγε για να εκλεγεί. Εμείς ξέραμε τι καναμε, εκλέγοντας τον; Βέβαια ξέραμε: Περιμέναμε να μας δώσει κι’ αλλα λεφτα. Κάποτε όμως η φούσκα των δανείων σκάει. Και τότε γινομαστε ο χορός μιας αρχαίας τραγωδίας. Αντι να πουμε, ότι τέτοιους απατεώνες δεν πρόκειτα να ξαναψηφίσω.