Σημαίνει στὴν συνέλευση, στὴν ἀγορά. Ἡ τελευταία προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀγείρω καὶ μὲ τὴν σειρά του ἀπὸ τὸ γαργαίρω δηλαδὴ φέρω, συναθροίζω, βρίθω (Ι.Σταματάκου). Ἡ ἀγορὰ εἶναι τόπος συνάθροισης ἀνθρώπων, ὅπου συντελοῦνται συζητήσεις, γνωριμίες, δημηγορίες, ἀλλὰ καὶ ἀγοραπωλησίες προϊόντων, ἀγαθῶν καὶ ζώων.
Περπάτησα τὴν Ἀγορὰ τῆς πόλης, στοὺς κεντρικοὺς δρόμους καὶ τὶς πλατεῖες. Ἀντίκρυσα πλῆθος κόσμου. Ἄλλους καθισμένους στὰ τραπεζάκια τῶν καφὲ, στὰ σκαμπὼ τῶν μπάρα καὶ στὰ ρεστωράν. Ἄλλους νὰ περπατοῦν παρέες παρέες σὲ πεζοδρόμια καὶ πλατεῖες καὶ ἄλλους νὰ μπαινοβγαίνουν, κατὰ κύματα, στὰ μαγαζιὰ κοιτώντας καὶ ψωνίζοντας. Μεγάλο Σάββατο, γάρ.
Ὁμιλίες δυσδιάκριτες, γέλια αὐθεντικὰ, ἀλλὰ καὶ γάργαρα νεανικὰ, ἠχοῦσαν ὁλοῦθε. Κἀτι δὲν πάει καλὰ, σκέφθηκα. Ἐκτὸς ἄν ἔχασα κάτι στὶς εἰδήσεις καὶ βγήκαμε ἀπὸ τὸ μνημόνιο, ποὺ ὁ ἀλήστου μνήμης ΓΑΠ τέτοιο καιρὸ, τῷ 2010, μᾶς ἔνέτασσε ὕπουλα, χωρὶς τὴν ἔγκρισή μας, διαγράφοντας ξεδιάντροπα, ὅσα ἀντίθετα ἔλεγε, λίγο πιὸ πρίν.
Ἀποφάσισα νὰ ἐπισκεφθῶ μερικὰ μαγαζιὰ, κάνοντας τὸν δύσκολο πελάτη, ἀφοῦ ἔτσι κι’ ἀλλοιῶς, δὲν εἶχα σκοπό νὰ ἀγοράσω, ἀλλὰ νὰ δῶ τρόπους ἀντιμετώπισης. Ἐπέλεξα ἕνα παπουτσάδικο, μὲ ἀθλητικὰ καὶ καθημερινὰ παπούτσια.
«-Γιὰ ποιὸ στύλ κοιτᾶμε σήμερα», μὲ ὑποδέχθηκε, ἀνεπιτήδευτα, ὁ πρόσχαρος πωλητὴς. Αἰσθάνθηκα ὅτι εἶχε ήδη ‘σκανάρει’ τὸ στύλ μου, ἀναγνωρίσει τὰ παπούτσια ποὺ φοροῦσα καὶ ἐκτιμήσει τὸ νούμερό μου. Ἕκανα κάποιες ἐρωτήσεις, φέρνοντας στὴν κουβέντα ἀνταγωνιστικό μοντέλλο. Χωρὶς νὰ τὸ κατηγορήσει, ἐξεθείασε τὸ δικό του, δίνοντας ἔμφαση σὲ χαρακτηριστικά, ποὺ θεώρησε ὅτι ταίριαζαν στὸ στύλ καὶ τὴν ἡλικία μου· ὅπως ‘ἀνάλαφρα’, «βοηθοῦν τὴν καμάρα τοῦ πέλματος» καὶ ‘δὲν δημιουργοῦν κάλους’. Ἔφερε δύο τρία παρεμφερῆ δείγματα καὶ νούμερα ἀνάλογα μὲ τοῦ κατασκευαστῆ, μιὰ καὶ, ὅπως δἠλωσε, ὑπάρχει διαφορά φόρμας. Στὸ τέλος μὲ «βοήθησε» στὶς ‘δυσκολίες’ τῆς …πιστωτικῆς κάρτας.
Παρόμοια καὶ σὲ ρουχάδικο, οἱ πωλητὲς δὲν ἦσαν καθόλου καταπιεστικοὶ, ἔφερναν τὰ νούμερὰ μου καὶ σὲ ὅσα δὲν εἶχαν, δὲν δίσταζαν νὰ μοῦ τὸ δηλώσουν καὶ νὰ μὲ κατευθύνουν σὲ κάτι ἄλλο, ἀντὶ νὰ μοῦ φέρουν μεγαλύτερα ἤ μικρότερα. Οὔτε στραβομουτσούνιασαν ὅταν δὲν πῆρα τίποτε. Ἄντίθετα μὲ ξεπροβόδισαν εὐχόμενοι «Καλὴ Ἀνάσταση».
Τελειώνοντας μὲ τὰ ψώνια, κατὰλαβα ὅτι κάποια πράγματα δεν ἦταν «σωστὰ» σὲ αὐτὴ τὴν Ἀγορὰ: Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »