Χθες το βράδυ αργά επικοινώνησα τηλεφωνικά με την μητέρα μου και μεταξύ των άλλων μου είπε:
– Ξέρεις αύριο έχουμε κηδεία στο χωριό ..
– Ποιός .. πάντα το ποιός χρησιμοποιώ, δεν ξέρω γιατί, ποιός πέθανε μάνα ;
-Η …Αρετή ….
Θυμήθηκα τό από 3/10/2013 άρθρο της Ελένης και σε ένδειξη σεβασμού στην μνήμη της , το αναδημοσιεύω.
Καλό ταξίδι …θειαΑρετή.
Αρετή. Είναι η Μητέρα μου
1922. Είναι ένας βαρύς και υγρός χειμώνας. Ο ουρανός για μέρες είναι φορτωμένος μαύρα σύννεφα, που βαραίνουν γεμάτα νερό. Κάθε τόσο, ανοίγουν τις τσέπες τους και τις αδειάζουν στα κεφάλια του κόσμου που δουλεύει στον κάμπο. Στον κάμπο που λασπώνει. Στο ποτάμι που γεμίζει, επιταχύνει τη ροή του και ξεχειλίζοντας σκεπάζει τις καλλιέργειες και μπαίνει στα χωριά.
Τα στενά δρομάκια του χωριού σκεπάστηκαν από την ποταμίσια λάσπη, κι έγιναν αδιάβατα. Το νερό που μπήκε στα σπίτια σάρωσε τα φτωχικά νοικοκυριά. Έμπαινε από τις πόρτες και έβγαινε απ’ τα παράθυρα. Σε μια τέτοια πλημμύρα, αδειάσανε ακόμη και τα πιθάρια με το λάδι. Ανεβαίνοντας το νερό, έφτανε στο στόμιο του πιθαριού, κι έμπαινε μέσα. Άδειαζε το λάδι και το πιθάρι γέμιζε νερό. Τα μικρά πιθάρια πλέανε, και αναποδογυρίζανε. Στα μεσαία έμπαινε το νερό μέσα, κι έβγαινε το λάδι. Τα μεγάλα τα ‘δεναν από το ταβάνι με σχοινιά, για να στέκουν ορθά, απ’ το φόβο μη γείρουν κι αδειάσουν.
Στους Αγίους Ταξιάρχες, η γιαγιά μου η Ευτυχία, έχει γεννήσει το τέταρτο παιδί της. Ένα ακόμη κορίτσι. Όλες οι δυστυχίες μαζεμένες. Το ποτάμι έφτασε στο χωριό και μπήκε μέσα στο σπίτι. Τρομαγμένη, σ’ απόγνωση, μάζεψε όλα τα μικρά της, σαν τη φιλόστοργη κλώσσα, και τ’ ανέβασε στο κρεββάτι της, για να μη βραχούνε. Να μην πνιγούνε.
Ο Παππούς μου, ο Γιώργης, ύστερα από τέτοιο κατακλυσμό, δεν μπόρεσε να πάει στα χωράφια του. Οι πλημμύρες ήταν ισχυρότερες από τις ανάγκες του. Καμμιά φορά, κάνεις προγράμματα, κι ελπίζεις πως θα τα πραγματοποιήσεις. Έτσι σκέφτεται ο άνθρωπος. Αλλά σήμερα, δεν γίνεται. Όχι, σήμερα δεν μπορούσε να δουλέψει στα χωράφια του. Στο σπίτι, η αγαπημένη του γυναίκα, λεχώνα, καθόταν με τα τέσσερα παιδιά πάνω στο κρεββάτι, κι όλο το σπίτι ήταν γεμάτο νερό.
Αυτό το σκηνικό ήταν συνηθισμένο. Και καλά, άμα είσαι μονάχος. Μα, αν έχεις οικογένεια, τότε δεν μπορείς να το αγνοήσεις. Κινδυνεύει η φαμίλια σου. Κινδυνεύουν τα μικρά. Ζωή και θάνατος γίνονται ένα σε λίγες στιγμές. Γι’ αυτό ο παππούς μου αποφάσισε. Όχι. Αυτό δεν θα ξαναγίνει. Πρέπει να προστατέψει τη φαμίλια του από τέτοιες καταστάσεις και τέτοιους κινδύνους. Αποφάσισε να μετακομίσει από τον τόπο τούτο, τον επικίνδυνο. Ρώταγε μέρες και βδομάδες από ‘δώ και από ‘κεί. Έμαθε πως πουλιέται ένα σπίτι «στην κορφή του βουνού». Αυτό ήταν το μόνο πλεονέκτημα αυτού του σπιτιού. Ήτανε στην κορφή του βουνού. Κι έτσι το ποτάμι δεν θα μπορούσε να φτάσει και να μπεί στο σπίτι.
«Ευτυχούλα μου, τελειώσανε τα βάσανά μας! Αγοράσαμε ένα σπίτι στην κορφή του βουνού. Ας βρέχει ο Θεός, όσο θέλει. Νερό μέσα στο σπίτι μας δεν θα ξαναδείς!» Η χαρά τους ήταν απερίγραπτη. Ευτυχισμένοι, με την οικογένειά τους εξασφαλισμένη από το ποτάμι, υποδέχτηκαν το νέο μέλος της οικογένειας, την Αρετή, στο νέο τους σπίτι, το Μάϊο του 1924.
Η Αρετή, είναι η μαμά μου. Σαν πιο μικρή απ’ όλα της τ’ αδέρφια, υπήρξε απ’ όλους πολυχαϊδεμένη. Ήταν το παιχνίδι όλων, κι η φροντίδα όλων. Η Αρετή, ήταν πάντα χαρούμενη και γελαστή σαν παιδί, αφού όλοι την αγαπούσαν κι όλοι τη φρόντιζαν. Έτσι, έγινε ένας άνθρωπος με μεγάλη καρδιά για όλους, μικρούς και μεγάλους, για συγγενείς και φίλους, και γενικά για όλους της συνανθρώπους της. Από πάντα θυμάμαι ότι αγαπούσε και φρόντιζε ακούραστα. Θεωρούσε χρέος της, να βοηθήσει -με οποιοδήποτε τρόπο μπορούσε να σκεφτεί – όποιον ήξερε ότι βρίσκεται σε κάποια ανάγκη. Δεν σκέφτηκε ποτέ τον κόπο της. Δεν το θεωρούσε θυσία. Θυμάμαι ότι η μητέρα μου από πάντα αγαπούσε και φρόντιζε ξεχωριστά, τους μεγάλους ανθρώπους που ήσαν μόνοι στη ζωή. Θεωρούσε τη μοναξιά και την εγκατάλειψη απάνθρωπη μοίρα, κι ήθελε να την απαλύνει όσο μπορούσε. Πίστευε κι ενσάρκωνε ότι: «Ἄλλη χαρὰ δὲν εἶναι πιὸ μεγάλη ἀπ᾿ τὴ χαρὰ ποὺ δίνεις…». Είναι πλασμένη ως “οικονόμος” συναισθημάτων, χρόνου και έργων. Είναι πλασμένη μάνα, τροφός και αλληλέγγυος «παραστάτης». Διέπεται από το πνεύμα της προσφοράς για την οικογένειά της, χωρίς ποτέ να ζητάει αντάλλαγμα, ρητά ή σιωπηρά. Της αρκεί που εκπληρώνει στο ακέραιο το Χρέος της. Της αρκεί που αποπνέει για όλους Αγάπη. Η μητέρα μου αγαπάει πολύ τα παιδιά. Όλα τα παιδιά. Γέννησε και μεγάλωσε πολλά παιδιά, κι έκανε πολλά εγγόνια και δισέγγονα, που όλα την αγαπούν. Η αγάπη που η μητέρα μου πήρε από τους γονείς και τ’ αδέρφια της, δημιούργησε στη χαρισματική καρδιά της έναν ανεξάντλητο λογαριασμό, από τον οποίο πληρωθήκαμε πλουσιοπάροχα όλοι μας. Όλοι όσοι ζούμε, αλλά και όσοι ζήσανε ή περάσανε από κοντά της.
Κι ακόμη, δεν είπα τίποτε για τον ασήκωτο πόνο που σ’ όλη τη ζωή της κουβάλησε: Τον πόνο του χαμού δυο αγαπημένων αδελφών μέσα σε 5 χρόνια, χώρια από την απώλεια του ακριβού της πατέρα, λίγα χρόνια νωρίτερα, που ήταν ακόμη μικρό παιδί. Στα 25 του χρόνια ο καθένας, την άφησαν τ’ αδέρφια της, κι είχε μονάχα εκείνη την ολοκληρωτική αγάπη που της είχαν δώσει για να κοιτάζει το μέλλον, τη ζωή, μόνη με μια χήρα μάνα, μέσα στον πόλεμο, χωρίς καμμιά προοπτική. Κι όμως αυτός ο πόνος, μάνα, όπως κι η αγάπη πού ‘χες λάβει, σε έκαναν πολύ σπουδαίο άνθρωπο. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.