Μια ψυχαναλυτική προσέγγιση της νεοελληνικής κρίσης
Γράφει ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης*
Παραμένει αληθές,νομίζω, ότι τα άτομα ποτέ δεν συγκροτούν απλές «συλλογές μονάδων». Αντίθετα,ακόμη κι όταν μοιάζουν ότι ζουν εξατομικευμένα, προσδιορίζονται μέσα από τις σχέσεις που συνάπτουν ή είναι υποχρεωμένα να συνάπτουν μεταξύ τους. Αυτό βεβαιώνουν οι πιο προχωρημένες αντιλήψεις στην ψυχολογίας και του ω του θαύματος και οι πιο «οπισθοδρομικές» απόψεις μιας λησμονημένης και στρεβλωμένης ελληνικής παράδοσης.
Αφημένο στον εαυτό του, το άτομο, χάνει τις αναγκαίες κοινωνικές αναφορές. Κατά βασιν ζεί μια ζωή δίχως νόημα και υπαρξιακό περιεχόμενο. Περιορίζεται η δυνατότητα του στοχασμού, καθώς αυτή πηγάζει σε μεγάλο βαθμό από το λόγο. Εξασθενεί ο συναισθηματικός εξοπλισμός, που θα μπορούσε να νουθετήσει την οργή ενάντια στην ανελευθερία και εκτοπίζεται η κοινωνικότητα που είναι απαραίτητη για να κινητοποιήσει την όποια επιθυμία για ριζική αλλαγή. Αίρεται, τέλος, η υπευθυνότητα που θα μπορούσε να γεννήσει την κοινωνική δράση. «Ότε ήμουν νήπιος ως νήπιος ελάλουν», ομολογεί η δικιά μας παράδοση. Ποιά οργή απέναντι στην ανελευθερία; Το πολύ πολύ μια καπριτζιόζα αγανάκτηση, όπως στα βρέφη όταν χάνουν την πιπίλα του αδιάκοπου θηλασμού τους.
Ο νεοέλληνας επί δεκαετίες ασχολήθηκε περισσότερο με το στυλ και λιγότερο με την ίδια την κοινωνία. Η ενασχόληση με την κοινωνία δεν ήταν στην πραγματικότητα τίποτα περισσότερο από μια αφορμή για να αναδειχθεί το ατομικό μας στυλ. Ανατρέξτε στα δεκάδες επιμελημένα ατημέλητα -αλλά πάντως γκλαμουράτα- free press, που αν και δεν ήξεραν άλλο μότο από το βαθύ ναρκισσιστικό και ατομοκεντρικό «να είσαι ο εαυτός σου», σήμερα διαμαρτύρονται γιατί η κοινωνία δεν λειτουργεί ορθολογικά. Όλοι αυτοί που αποκήρυσσαν την παράδοση του τόπου ως οπισθοδρομική, αλλά δεν έπαψαν στιγμή να απολαμβάνουν τους καρπούς της.Όλοι αυτοί που δεν έπαψαν στιγμή να διατυπώνουν ομολογίες πίστης στην ατομική τους ελευθερία, δίχως απολύτως καμία αίσθηση του επίμοχθου και συχνά οδυνηρού τιμήματος που χρειάστηκε να καταβάλλει η ελληνική συλλογικότητα -στη διαχρονία της- για να γίνει αυτή η ελευθερία εφικτή.
Όλοι αυτοί –και όχι μόνον- οδήγησαν έναν ολόκληρο λαό στη χώρα των Λωτοφάγων της Οδύσσειας. Εκεί όπου οι άνθρωποι είναι «αυθεντικοί» τότε και μόνον τότε, όταν ζουν σε ένα αιώνιο παρόν, χωρίς παρελθόν ή μέλλον. Χωρίς να τους απασχολεί η μνήμη,ελεύθεροι από την παράδοση και χωρίς να τους απασχολούν τα «ανελεύθερα πρέπει».Όσοι έφτιαξαν μια κοινωνία όπου ο καθείς ήταν ο εαυτός του και όλοι ήταν για τον εαυτό τους, διαμαρτύρονται σήμερα που αυτό το άθροισμα «εαυτών» δεν λειτουργεί.
Στα μεταπολιτευτικά χρόνια, το ατομικό εγώ,έγινε ο ανώτατος ναός της πραγματικότητας, το νέο ιερό, με ιερουργούς τα new media, τους διαφημιστές, τους λογής –λογής δασκάλους αυτοπραγμάτωσης, τους excecutives, το Nitro και την Athens Voice που επειδή «μιλούσαν βρώμικα», δηλαδή«αυθεντικά», έκλεισαν απ’ έξω την «ξεπερασμένη ιστορία», το ανελεύθερο πρέπον,τη δημοκρατία και την ευθύνη της ενηλικίωσης.
Αν κοιτάξετε γύρω σας,στα χρόνια που πέρασαν, μάλλον δεν θα δείτε παρά ανθρώπους με μια μεγαλειώδη αίσθηση σπουδαιότητας, που αρέσκονταν να διογκώνουν τα επιτεύγματα τους. Χιλιάδες ατομικές περιπτώσεις ανθρώπων που ασχολήθηκαν -σχεδόν αποκλειστικά- με φαντασιώσεις απεριόριστης επιτυχίας, δύναμης, εξυπνάδας και ομορφιάς. Μοναδική τους πίστη υπήρξε ότι οι ίδιοι είναι κάτι σπέσιαλ και μοναδικό. Γι αυτό και απαιτούσαν διαρκώς το θαυμασμό των άλλων ενώ ταυτόχρονα δεν έπαψαν ούτε στιγμή να εκμεταλλεύονται αυτούς τους άλλους σε διαπροσωπικό επίπεδο, δίχως το παραμικρό χάρισμα ουσιώδους συναισθηματικής εμπλοκής. Οι προσωπικές εμπειρίες του καθενός μπορούν απλά να το επισημάνουν.
Θυμηθείτε τα λουσάτα περιοδικά, τα μουράτα talk show και τις πολυδάπανες τηλεοπτικές σαχλαμάρες. Μερικά απ’ αυτά φυτοζωούν ακόμη. Νόμιζες ξαφνικά ότι όλοι οι Έλληνες διέμεναν σε μεζονέτες. Λες και ένα σύννεφο από σαγηνευτικό «τίποτα» είχε σκεπάσει τη χώρα. Όλη η ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων έγινε ένα παιχνίδι γοητείας που το μόνο που επιζητούσε κανείς από τον άλλο ήταν ένα κομπλιμέντο. Ίσως γι αυτό τα κομμωτήρια στη χώρα έκαναν τζίρο όσο το μισό της κλάδου των γαλακτοκομικών. Ίσως γι αυτό η Θεσσαλονίκη είχε πιο πολλά κομμωτήρια απ’ όσα ολόκληρη η Αυστρία.
Από το πρώτο τραπέζι πίστα στα σκυλάδικα και τις προκλητικές εμφανίσεις των λογής σταρς και της ολιγαρχίας, μέχρι τις πολυτελείς επαύλεις των Βορείων Προαστίων και τη μεγιστοποίηση του τζόγου ή του τζίρου της πορνείας, μια απαίτηση θαυμασμού μεταδόθηκε σαν επιδημία φτάνοντας ως το τελευταίο χωριό.
Από τη συμπεριφορά του δημόσιου υπαλλήλου και του κάθε ψιλικατζή εργοδότη,μέχρι τον κονομημένο ταρίφα και τον «χωμένο» στα κόλπα πασοκτζή, διαχέεται η ίδια βρωμερή μπόχα της αίσθησης κάποιων προνομιακών-ιδιαίτερων δικαιωμάτων που απαιτεί τη συμμόρφωση όλων των υπολοίπων στις προσδοκίες τους. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »